διακέντησις

διακέντησις
(-εως) η
1) прокалывание, протыкание, пронзание; 2) вышивание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "διακέντησις" в других словарях:

  • διακέντησις — διακέντησις, η (Α) [διακεντώ] διατρύπηση από τη μια άκρη ως την άλλη …   Dictionary of Greek

  • διακεντήσει — διακέντησις piercing through fem nom/voc/acc dual (attic epic) διακεντήσεϊ , διακέντησις piercing through fem dat sg (epic) διακέντησις piercing through fem dat sg (attic ionic) διακεντέω pierce through aor subj act 3rd sg (epic) διακεντέω pierce …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακέντησιν — διακέντησις piercing through fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»